- αντιφεμινισμός
- ο(λ. λατ.), η εναντίωση στο φεμινισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιφεμινισμός — ο η αντίθεση προς τον φεμινισμό … Dictionary of Greek